Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tronconique < tronc + cône

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tronconique tronconiques

tronconique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποτελεί τον κορμό ενός κώνου
  2. που μοιάζει με κορμό κώνου