trompa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trompa | trompaj |
αιτιατική | trompan | trompajn |
trompa (eo)
- που εξαπατά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trompa | trompaj |
αιτιατική | trompan | trompajn |
trompa (eo)