trimestro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trimestro | trimestroj |
αιτιατική | trimestron | trimestrojn |
trimestro (eo)
- το τρίμηνο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trimestro | trimestroj |
αιτιατική | trimestron | trimestrojn |
trimestro (eo)