triangulado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triangulado | trianguladoj |
αιτιατική | trianguladon | trianguladojn |
triangulado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triangulado | trianguladoj |
αιτιατική | trianguladon | trianguladojn |
triangulado (eo)