trezoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trezoro | trezoroj |
αιτιατική | trezoron | trezorojn |
trezoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trezoro | trezoroj |
αιτιατική | trezoron | trezorojn |
trezoro (eo)