trenveturilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trenveturilo | trenveturiloj |
αιτιατική | trenveturilon | trenveturilojn |
trenveturilo (eo)
- η ρυμούλκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trenveturilo | trenveturiloj |
αιτιατική | trenveturilon | trenveturilojn |
trenveturilo (eo)