tremolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tremolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tremolo | tremoloj |
αιτιατική | tremolon | tremolojn |
tremolo (eo)
- είδος λεύκας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tremolo | tremoloj |
αιτιατική | tremolon | tremolojn |
tremolo (eo)