trejnado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trejnado | trejnadoj |
αιτιατική | trejnadon | trejnadojn |
trejnado (eo)
- η εξάσκηση
- universitnivela trejnado - εξάσκηση πανεπιστημιακού επιπέδου