trefo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- trefo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trefo | trefoj |
αιτιατική | trefon | trefojn |
trefo (eo)
- το τραπουλόχαρτο σπαθί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trefo | trefoj |
αιτιατική | trefon | trefojn |
trefo (eo)