Ετυμολογία

επεξεργασία
trapu < trape ή trappe < ίσως από το tarpe (χοντρό ποδάρι)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό trapu trapus
θηλυκό trapue trapues

trapu (fr)

  1. κοντόχοντρος
  2. (οικείο) που ξέρει πολλά πράγματα σε κάποιον τομέα, σπίθα, φωστήρας

Αντώνυμα

επεξεργασία