trapu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trapu | trapus |
θηλυκό | trapue | trapues |
trapu (fr)
- κοντόχοντρος
- (οικείο) που ξέρει πολλά πράγματα σε κάποιον τομέα, σπίθα, φωστήρας
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trapu | trapus |
θηλυκό | trapue | trapues |
trapu (fr)