γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό transpositeur transpositeurs
θηλυκό transpositrice transpositrices

  Επίθετο

επεξεργασία

transpositeur (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • instrument transpositeur: μουσικό όργανο που επιτρέπει την εύκολη μετακίνηση μιας μελωδίας σε άλλο τόνο