Ετυμολογία

επεξεργασία
transplanté < transplanter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃.te/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό transplanté transplantés
θηλυκό transplantée transplantées

transplanté (fr)

  1. άνθρωπος που έχει μετοικιστεί, που τον έχουν εγκαταστήσει σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο καταγωγής του
  2. άνθρωπος που έχει υποστεί μεταμόσχευση οργάνου

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  transplanter