Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transplant transplants

transplant (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μεταμόσχευση, η ενέργεια του να μεταμοσχεύω
    ⮡  a kidney/heart/eye/skin transplant - μεταμόσχευση νεφρού/καρδιάς/ματιών/δέρματος
  2. το μόσχευμα, το τμήμα ζωικού ή φυτικού οργανισμού που χρησιμοποιείται για μεταμόσχευση
    ⮡  a transplant from a living/dead donor - μόσχευμα από ζωντανό/νεκρό δότη
ενεστώτας transplant
γ΄ ενικό ενεστώτα transplants
αόριστος transplanted
παθητική μετοχή transplanted
ενεργητική μετοχή transplanting

transplant (en)

  1. μεταμοσχεύω, παίρνω ένα όργανο, δέρμα κτλ. από ένα άτομο, ζώο, μέρος του σώματος κτλ. και το βάζω μέσα ή πάνω σε άλλο
    ⮡  a biotechnology company that aims to transplant hearts genetically - εταιρεία βιοτεχνολογίας που στοχεύει να μεταμοσχεύσει καρδιές γενετικά
  2. μεταφυτεύω, μετακινώ ένα φυτό που μεγαλώνει και το φυτεύω κάπου αλλού
    ⮡  patches of small plants that will later be transplanted - βραγιές με μικρά φυτά που αργότερα θα τα μεταφυτέψουν
  3. (επίσημο) μετακινώ, αλλάζω θέση σε κάτι
    ⮡  populations which were transplanted from the plains to mountainous regions - πληθυσμοί που μετακινήθηκαν από τις πεδιάδες προς τις ορεινές περιοχές



  Ετυμολογία

επεξεργασία
transplant < transplanter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transplant transplants

transplant (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  transplanter