transpiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transpiro | transpiroj |
αιτιατική | transpiron | transpirojn |
transpiro (eo)
- ο ιδρώτας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transpiro | transpiroj |
αιτιατική | transpiron | transpirojn |
transpiro (eo)