transloĝigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transloĝigo | transloĝigoj |
αιτιατική | transloĝigon | transloĝigojn |
transloĝigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transloĝigo | transloĝigoj |
αιτιατική | transloĝigon | transloĝigojn |
transloĝigo (eo)