transiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transiro | transiroj |
αιτιατική | transiron | transirojn |
transiro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transiro | transiroj |
αιτιατική | transiron | transirojn |
transiro (eo)