transformo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- transformo < transform- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transformo | transformoj |
αιτιατική | transformon | transformojn |
transformo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transformo | transformoj |
αιτιατική | transformon | transformojn |
transformo (eo)