trafiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trafiko | trafikoj |
αιτιατική | trafikon | trafikojn |
trafiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trafiko | trafikoj |
αιτιατική | trafikon | trafikojn |
trafiko (eo)