trafikinsulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trafikinsulo | trafikinsuloj |
αιτιατική | trafikinsulon | trafikinsulojn |
trafikinsulo (eo)
- η νησίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trafikinsulo | trafikinsuloj |
αιτιατική | trafikinsulon | trafikinsulojn |
trafikinsulo (eo)