Ετυμολογία

επεξεργασία
traduka < traduk + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική traduka tradukaj
αιτιατική tradukan tradukajn

traduka (eo)

mi havas tradukan problemeton - έχω ένα μικρό μεταφραστικό πρόβλημα