tourmentant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tourmentant | tourmentants |
θηλυκό | tourmentante | tourmentantes |
Επίθετο
επεξεργασίαtourmentant (fr)
- (παρωχημένο) βασανιστικός, που ταλαιπωρεί
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tourmentant | tourmentants |
θηλυκό | tourmentante | tourmentantes |
tourmentant (fr)