tornistro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tornistro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tornistro | tornistroj |
αιτιατική | tornistron | tornistrojn |
tornistro (eo)
- το σακίδιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tornistro | tornistroj |
αιτιατική | tornistron | tornistrojn |
tornistro (eo)