torĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | torĉo | torĉoj |
αιτιατική | torĉon | torĉojn |
torĉo (eo)
- ο δαυλός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | torĉo | torĉoj |
αιτιατική | torĉon | torĉojn |
torĉo (eo)