topazo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- topazo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | topazo | topazoj |
αιτιατική | topazon | topazojn |
topazo (eo)
- (ορυκτολογία) το τοπάζι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | topazo | topazoj |
αιτιατική | topazon | topazojn |
topazo (eo)