tondro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
tondro <
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tondro | tondroj |
αιτιατική | tondron | tondrojn |
tondro (eo)
- η βροντή
tondro <
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tondro | tondroj |
αιτιατική | tondron | tondrojn |
tondro (eo)