tombejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tombejo | tombejoj |
αιτιατική | tombejon | tombejojn |
tombejo (eo)
- το νεκροταφείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tombejo | tombejoj |
αιτιατική | tombejon | tombejojn |
tombejo (eo)