tirkesto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tirkesto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tirkesto | tirkestoj |
αιτιατική | tirkeston | tirkestojn |
tirkesto (eo)
- το συρτάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tirkesto | tirkestoj |
αιτιατική | tirkeston | tirkestojn |
tirkesto (eo)