tireoido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tireoido | tireoidoj |
αιτιατική | tireoidon | tireoidojn |
tireoido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tireoido | tireoidoj |
αιτιατική | tireoidon | tireoidojn |
tireoido (eo)