tire-au-cul
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-au-cul | tire-au-cul |
tire-au-cul (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) ο τεμπέλης, ο λουφαδόρος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-au-cul | tire-au-cul |
tire-au-cul (fr) αρσενικό ή θηλυκό