tilio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tilio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tilio | tilioj |
αιτιατική | tilion | tiliojn |
tilio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tilio | tilioj |
αιτιατική | tilion | tiliojn |
tilio (eo)