testiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- testiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testiko | testikoj |
αιτιατική | testikon | testikojn |
testiko (eo)
- ο όρχις
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testiko | testikoj |
αιτιατική | testikon | testikojn |
testiko (eo)