γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό terreux terreux
θηλυκό terreuse terreuses

  Επίθετο

επεξεργασία

terreux (fr)

  1. που έχει σχέση με τη γη, το χώμα
  2. που μοιάζει με χώμα ή που έχει το χρώμα του χώματος
  3. λασπωμένος, λερωμένος με λάσπη