ternesto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ternesto | ternestoj |
αιτιατική | terneston | ternestojn |
ternesto (eo)
- η φωλιά (λαγού, κλπ.)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ternesto | ternestoj |
αιτιατική | terneston | ternestojn |
ternesto (eo)