termometro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- termometro < termometr- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termometro | termometroj |
αιτιατική | termometron | termometrojn |
termometro (eo)
- το θερμόμετρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termometro | termometroj |
αιτιατική | termometron | termometrojn |
termometro (eo)