Ετυμολογία

επεξεργασία
termometr- < ελληνική θερμόμετρο, γαλλική thermomètre, αγγλική thermometre, γερμανική Thermometer, ιταλική termometro, ρωσική тepмoмeтp, λιθουανική termometras, πολωνική termometr

termometr- (eo)

Παράγωγα

επεξεργασία