terkultivisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terkultivisto | terkultivistoj |
αιτιατική | terkultiviston | terkultivistojn |
terkultivisto (eo)
- ο γεωργός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terkultivisto | terkultivistoj |
αιτιατική | terkultiviston | terkultivistojn |
terkultivisto (eo)