tereno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tereno | terenoj |
αιτιατική | terenon | terenojn |
tereno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tereno | terenoj |
αιτιατική | terenon | terenojn |
tereno (eo)