teniso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teniso | tenisoj |
αιτιατική | tenison | tenisojn |
teniso (eo)
- το τένις
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teniso | tenisoj |
αιτιατική | tenison | tenisojn |
teniso (eo)