teleskopo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- teleskopo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teleskopo | teleskopoj |
αιτιατική | teleskopon | teleskopojn |
teleskopo (eo)
- το τηλεσκόπιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teleskopo | teleskopoj |
αιτιατική | teleskopon | teleskopojn |
teleskopo (eo)