telefonvoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | telefonvoko | telefonvokoj |
αιτιατική | telefonvokon | telefonvokojn |
telefonvoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | telefonvoko | telefonvokoj |
αιτιατική | telefonvokon | telefonvokojn |
telefonvoko (eo)