teksasanino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksasanino | teksasaninoj |
αιτιατική | teksasaninon | teksasaninojn |
teksasanino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksasanino | teksasaninoj |
αιτιατική | teksasaninon | teksasaninojn |
teksasanino (eo)