teksado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksado | teksadoj |
αιτιατική | teksadon | teksadojn |
teksado (eo)
- η ύφανση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teksado | teksadoj |
αιτιατική | teksadon | teksadojn |
teksado (eo)