tekruĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tekruĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tekruĉo | tekruĉoj |
αιτιατική | tekruĉon | tekruĉojn |
tekruĉo (eo)
- η τσαγιέρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tekruĉo | tekruĉoj |
αιτιατική | tekruĉon | tekruĉojn |
tekruĉo (eo)