ενικός         πληθυντικός  
taxonym taxonyms

  Ετυμολογία

επεξεργασία

taxo- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάξις +‎ -onym < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄνομα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtaksɒnɪm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

taxonym (en)

  1. (σημασιολογία) Ένα υπώνυμο που διαφέρει μόνο στις ιδιότητες που επισημαίνονται στο αντίστοιχο υπερώνυμο.
  2. Μια λέξη που χρησιμοποιείται για σκοπούς κατηγοριοποίησης, δηλαδή μια λέξη που αποτελεί μέρος μιας ταξωνυμίας (πχ της βιολογικής ταξινομίας).

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

taxonym στο αγγλόφωνο Wiktionary