taxonym
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
taxonym | taxonyms |
Ετυμολογία
επεξεργασίαtaxo- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάξις + -onym < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄνομα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtaxonym (en)
- (γλωσσολογία) το ταξώνυμο
- (σημασιολογία) Ένα υπώνυμο που διαφέρει μόνο στις ιδιότητες που επισημαίνονται στο αντίστοιχο υπερώνυμο.
- Μια λέξη που χρησιμοποιείται για σκοπούς κατηγοριοποίησης, δηλαδή μια λέξη που αποτελεί μέρος μιας ταξωνυμίας (πχ της βιολογικής ταξινομίας).