taksio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taksio | taksioj |
αιτιατική | taksion | taksiojn |
taksio (eo)
- το ταξί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taksio | taksioj |
αιτιατική | taksion | taksiojn |
taksio (eo)