taksado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taksado | taksadoj |
αιτιατική | taksadon | taksadojn |
taksado (eo)
- η εκτίμηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taksado | taksadoj |
αιτιατική | taksadon | taksadojn |
taksado (eo)