take a fancy to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtake a fancy to (en)
- (ιδιωματισμός) αγαπώ, έχω αγάπη ή ερωτική έλξη για κάποιον, έχω αγάπη για κάτι
- ⮡ He took a fancy to her.
- Την αγάπησε.
- ⮡ He took a fancy to her.