tajlorino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tajlorino | tajlorinoj |
αιτιατική | tajlorinon | tajlorinojn |
tajlorino (eo)
- η ράφτρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tajlorino | tajlorinoj |
αιτιατική | tajlorinon | tajlorinojn |
tajlorino (eo)