taglaboristo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taglaboristo | taglaboristoj |
αιτιατική | taglaboriston | taglaboristojn |
taglaboristo (eo)
- ο εργαζόμενος τη μέρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taglaboristo | taglaboristoj |
αιτιατική | taglaboriston | taglaboristojn |
taglaboristo (eo)