tagiĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tagiĝo | tagiĝoj |
αιτιατική | tagiĝon | tagiĝojn |
tagiĝo (eo)
- η ανατολή του ηλίου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tagiĝo | tagiĝoj |
αιτιατική | tagiĝon | tagiĝojn |
tagiĝo (eo)